Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

οὔ πώ τις ἑῇ ἐπέδωκε θυγατρί

См. также в других словарях:

  • μείλια — μείλια, τὰ (Α) 1. (για δώρα ή παιχνίδια) αυτά που προξενούν ευχαρίστηση στους ανθρώπους 2. προίκα («ἐγὼ δ ἐπὶ μείλια δώσω πολλὰ μάλ , ὅσο οὔ πώ τις ἐῇ ἐπέδωκε θυγατρί», Ομ. Ιλ.) 3. πολύτιμα αντικείμενα, κειμήλια 4. αφιερώματα που προσφέρονται από …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»